Η Ιερά Μονή της Παναγίας Γουμένισσας υπήρξε
η αφορμή να δημιουργηθεί η μικρή ομώνυμη πόλη που αποτελεί και την
έδρα της νεοσύστατης από το 1991 Ιεράς Μητροπόλεως Γουμενίσσης,
Αξιουπόλεως κ' Πολυκάστρου.
Από
το 1991 συστεγάζονται στον ίδιο χώρο, το Eπισκοπείο και τα γραφεία της
Ιεράς Μητρόπολης. Η Ιερά Μονή θεωρείται πως ήταν το καθολικό
μοναστηριού που το 1346 παραχωρήθηκε με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ιωάννου Παλαιολόγου Ε΄ στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Το μοναστήρι συσπείρωσε γύρω του τον
οικισμό της περιοχής Γουμένισσας και
εξελίχθηκε σύντομα σε σημαντικό πνευματικό κέντρο της Κεντρικής
Μακεδονίας. Η Μονή υπήρξε μετόχι της Μονής Ιβήρων έως το 1931. Από το
1951 και μετά κατέστη ανεξάρτητη Μονή.
Στις πλαγιές του όρους Πάικου ασκήτευαν αρκετοί μοναχοί κατά τον 14ο αιώνα. Ενδεχομένως στο
σημείο που σώζονται τα ερείπια και βρίσκεται σήμερα το εξωκλήσι της
Αγίας Παρασκευής Πενταλόφου να υπήρχαν κελιά. Οι μοναχοί αυτοί τιμούσαν
ιδιαίτερα μια συγκεκριμένη εικόνα της Παναγίας. Η εικόνα αυτή κάποια μέρα έφυγε από
τη θέση της και βρέθηκε 7 χιλιόμετρα πιο κάτω όπου βρίσκεται η σημερινή
Γουμένισσα.
Την επανέφεραν στη θέση της, αλλά χάθηκε για δεύτερη
και τρίτη φορά, δείγμα πως η Παναγία επιθυμούσε στο σημείο εκείνο,
δυτικά από το μικρό τότε χωριό, να στηθεί Μοναστήρι. Οι ευλαβείς
κάτοικοι της περιοχής, ποιμένες και αγρότες, ανήγειραν Ναό προς τιμή
της Παναγίας και με τον καιρό -καθώς αυξάνονταν εντυπωσιακά ο
αριθμός των κατοίκων- ο Ναός αυτός έγινε το «καθολικό» της Μονής.
Όταν
η περιοχή υποτάχθηκε στους Τούρκους (1430-1912), η
Μονή έγινε το σημαντικότερο θρησκευτικό και εθνικό κέντρο της περιοχής.
Απέκτησε δύναμη και μεγάλη κτηματική περιουσία από δωρεές των
πιστών.
Όμως, συμμορίες Τούρκων και Τουρκαλβανών ληστών, λεηλάτησαν τη Μονή
και για να τιμωρήσουν την αντίσταση των μοναχών «κρέμασαν τον Ηγούμενο
σε ένα πλατάνι στο δάσος της Μονής, στη θέση της σημερινής κεντρικής
πλατείας.
Ο τόπος πήρε το όνομα του απαγχονισμένου
νεομάρτυρα Ηγούμενου και έτσι σε ανάμνηση της φρικτής θυσίας του, το
χωριό ονομάστηκε Ηγουμένισσα και κατά συγκοπή Γουμένισσα. Έκτοτε Μονή και κωμόπολη είναι αναπόσπαστα δεμένες μεταξύ τους.
Το σημερινό «καθολικό» δεν είναι ο αρχικός Ναός, αλλά κτίσμα του
τέλους του 17ου αιώνα, στο οποίο –με το πρόσχημα επισκευών, λόγω
απαγορεύσεως των κατακτητών– το 1802 προστέθηκαν στη νότια και
δυτική πλευρά αψιδωτό προστώο με πεσσούς και τόξα, δημιουργήθηκε
γυναικωνίτης, ανακαινίστηκε η κόγχη του ιερού και τονίστηκαν τα χρώματα
των τοιχογραφιών.
Το 1837 ανακαινίσθηκε το Ιερό, ενώ στα μέσα
του 19ου αιώνα επεκτάθηκε προς τα δυτικά. Τότε προστέθηκε και η νότια
στοά. Στο εσωτερικό της εκκλησίας, η οποία ανήκει στον τύπο της
τρίκλητης ξυλόστεγης Βασιλικής, με πολυγωνική αψίδα Ιερού από λαξευτή
πέτρα, υπάρχει ένα εξαιρετικής ποιότητας ξυλόγλυπτο σύνολο (τέμπλο,
κιβώτιο Αγίας Τράπεζας, προσκυνητάρι). Στο προσκυνητάρι είναι
τοποθετημένη η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που καθιστά τον Ναό
σημαντικό λατρευτικό κέντρο.
Τα παραπάνω μαρτυρούνται από δυο
εντοιχισμένες επιγραφές (εξωτερικά στη κόγχη του Αγίου Βήματος): «1802
Αυγούστου 15 ΙΣΧΡ ΝΙΚΑ» και «ΠΑΝΤΑ ΩΣΑΝΑ Α΄ ΜΑΡΤΙΟΥ 1821».
Το
1869 κτίσθηκε ο ευρύχωρος Ναός του Αγίου Γεωργίου, όμως ο
Ναός της Παναγίας δεν έπαψε να αποτελεί το κέντρο της θρησκευτικής
ζωής της Γουμένισσας.