Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως,
τὰς λαμπηδόνας, τρόπῳ κρείττονι, εἰσδεδεγμένος, τῆς οὐρανίου ἠξίωσαι
κλήσεως, καὶ τὸ σὸν αἷμα προθύμως ἐξέχεας, ὑπὲρ Χριστοῦ τῆς ἀγάπης
Θεόκλητε. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ
μέγα ἔλεος.
Γιομάτο Αγίους το συναξάρι κι ακόμη πιο γεμάτος ο παράδεισος. Η Αγιότητα είναι το άνθος που βγαίνει από άκρη σε άκρη της γης ακόμη και πάνω στα βάτα πάνω στα αγκάθια.
Δεν είναι προνόμιο ιερέων, δεσποτάδων και καλόγηρων μόνο αλλά κάθε λογής ανθρώπων που στον σκληροτράχηλο κορμό τους δέχτηκαν το Θείο άγγιγμα και άνθισαν.
Άνδρες γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, καθείς που την αμαρτωλότητά του την αναγνωρίζει και στραφεί προς το Φως, τότε φως γίνεται και δοξάζεται εις τους αιώνες....
...κι από αυτούς γεμάτο το συναξάρι!
Η μνήμη του Αγίου Θεόκλητου εορτάζεται στις 26 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Όποιος από αυτήν την Πηγή του Φωτός πιει, ποτέ του δεν θα ξαναδιψάσει και Φως θα εκπέμψει.
Είναι το ''φως=νερό'' που η ψυχή της Σαμαρείτιδας ήπιε, ενώ ήταν δίπλα σε ένα πηγάδι ολόγιομο νερό που όσο κι αν άνθρωπος πιει, δε θα ξεδιψάσει.
Εκεί ένας Άγνωστος προς αυτήν που καλύτερα από οποιονδήποτε όμως την ήξερε, νερό της εζήτησε και συζήτηση της έπιασε, καθώς είχε κοπιάσει, περπατώντας χιλιόμετρα μέσα στον ήλιο. Είχε διψάσει ή μάλλον ως αφορμή το είπε, μιας και εκεί εσκεμμένα είχε πάει, για μια ψυχή που ανήκε ίσως στην πιο ντροπιαστική φυλή του Ισραήλ, αυτή του Σαμαρείτη.
Αντί Αυτός από το πηγάδι να ξεδιψάσει, την καλοκάγαθη ψυχή της φτωχής Σαμαρείτιδας φρόντισε να ''ποτίσει'' με Φως.
Κι επειδή το Φως αυτό στην καρδιά της κατοίκησε, Φωτεινή την πρόσταξε, μιας και φωτεινό παράδειγμα θα αποτελούσε και εκατοντάδες από το σκότος στο Φως θα οδηγούσε.
Στους καιρούς που ύστερα ήλθαν, ο Νέρωνας βασιλιάς ανέλαβε. Ως διώκτης μέγας και τρομερός των χριστιανών, την πίστη ήθελε να ξεριζώσει.
Μάνιωσε, έμαθε για έναν στρατηγό του τον Βίκτωρα που Φωτεινός κι αυτός εκλήθη, αλλά και για την μητέρα του εκείνη που τότε από το νερό του πηγαδιού δεν ξεδίψασε, αλλά τον Κύριο ακολούθησε, μαζί με ολόκληρη την οικογένειά της το Φως επέλεξε και φως έγινε κι όλοι μαζί για τον Χριστό εκήρυτταν.
Τους μάζεψε όλους και με βάσανα και φωνές ακόμη και με χρυσό προσπάθησε να τους κάμψει και να τους ξελογιάσει.
Μάταια όμως. Έτσι προς το μεγάλο του όπλο, το καύχημά του τον Λαμπάδιο στράφηκε και τον πρόσταξε.
Ο Λαμπάδιος μάγος φοβερός και τρομερός, ξακουστός στα μέρη εκείνα, τόσο που στο πέρασμα του ρίγος φόβου προκαλούσε.
Φάρμακο κάθισε και έφτιαξε, όχι τις πληγές να επουλώσει αλλά τον θάνατο να φέρει. Ισχυρά τα συστατικά του, την τέχνη του όλη έβαλε...
Προς την Αγία Φωτεινή στρέφεται και της το δίδει κι αυτή του αποκρίνεται δίχως φόβο, δίχως ρίγος, δίχως διπλωματία πως το φάρμακο πρώτη θα το πιεί κι ύστερα οι αδελφές της και τα παιδιά αυτής κι ότι αυτό ανίσχυρο μπρος τη Δύναμη του δικού της Βασιλέα είναι.
Πράγματι παίρνει το δοχείο και το φαρμάκι πίνει, το ίδιο και οι υπόλοιποι. Η έπαρσης του Λαμπάδιου αρχίζει και κάμπτεται μιας και το αποτέλεσμα που περίμενε δεν το είδε.
Αβλαβείς τους βλέπει και προς την Αγία Φωτεινή στρέφεται και της λέγει: «Θα φτιάξω και δεύτερο ακόμη πιο ισχυρό και φοβερό και στη στιγμή θα αποθάνεται, αν το πιείτε και δεν βλαφθείτε, τότε θα πιστέψω και εγώ στον Χριστό που ως Κύριο και Βασιλέα σας αποκαλείται».
Το έφτιαξε, το έδωσε και πάλι κανείς τίποτε δεν έπαθε. Έντρομος κατάλαβε πόσο λίγος υπήρξε σε όλη του τη ζωή και πως στο σκοτάδι ζούσε, σε πλάνη βαθιά είχε πέσει και τώρα ο νους του, η καρδιά του, η ψυχή του εφωτίσθη από μία που ως άσημη μέχρι πριν λίγο ελόγιζε, τη Φωτεινή.
Τα μαγικά του φίλτρα και βιβλία στη φωτιά αμέσως τα κατέκαψε, δαίμονες έκλαιγαν που έχασαν αυτόν που στο πέρασμά του ρίγος προκαλούσε...
Συντριβή και μετάνοια τον κατέκλυσε και ''εβαπτίσθη'', το όνομα Θεόκλητος έλαβε μιας και μόνο ως κλήση θεϊκιά μπορεί να λεχθεί γιατί με αυτήν του την πράξη της μεταστροφής, αυτός ο τρομερός και φοβερός και ξακουστός μάγος, μαγεύτηκε από το Φως του Χριστού που στην ψυχή της Φωτεινής κατοικούσε. Όσοι μπρος τα μάτια τους αυτό είδαν, τον ακολούθησαν κι εκείνοι.
Όταν έγινε αυτό γνωστό στον Βασιλιά, πρόσταξε στους στρατιώτες, τον Θεόκλητο έξω από τα τείχη της πόλεως να τον πάνε και να τον αποκεφαλίσουν. Εκεί ο Θεόκλητος που εκ του αποτελέσματος εκ Θεού εκλήθη, παρέδωσε την Αγία του ψυχή κι ο Χριστός με στεφάνι φωτεινό τον περιέλουσε...
Η δε οικογένεια της Φωτεινής ύστερα από καιρό πολύ, με βάναυσο τρόπο ετελειώθη. Έτσι η Φωτεινή που έλαμψε και ψυχές φώτισε, σε Εκείνον τον τότε Άγνωστο που δίπλα σε ένα πηγάδι είχε συναντήσει, ξανά δίπλα Του σε περίλαμπρη θέση εστάθει.
Έτσι λοιπόν το συναξάρι, άλλον ένα μάγο αναφέρει που αντί να μαγέψει, στη θέα του Φωτός ''μαγεύτηκε''.
Άγιε Θεόκλητε, πρέσβευε υπέρ ημών!
Διάφορες πηγές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου