Στόν ἱστορικό Εὐρωπό, πού ἔγινε ἡ δεύτερη πατρίδα τό 1924 ἀπό Μικρασιάτες πρόσφυγες, μιά ὄμορφη κωμόπολη τῆς ἐπαρχίας μας, τελέσαμε τήν “εἰς μοναχόν” ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ ἀδελφοῦ Ἰακώβου (κατά κόσμον Θωμᾶ Βουδούρογλου) στό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Θεοφυλάκτου.
Περιστοιχιζόμενος
ἀπό ἱερομονάχους καί ἱερεῖς καί τούς οἰκογενεῖς τοῦ προπεμπόμενου, εἰς
ἐπήκοον τῶν ἀπολιπομένων, θυμηθήκαμε στιγμιότυπα ἀπό τή ζωή του καί
κυρίως ἀποτυπώσαμε γιά ἄλλη μιά φορά ἐνεργέστερη τήν μνήμη τῆς
παραδοσιακῆς καί σεμνῆς ἐκκλησιαστικότητάς του, πού μᾶς τήν ἀφήνει
κληροδοσία ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους.
†Ὁ Γ.Δ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΗΔΕΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΡΟΠΕΜΠΟΜΕΝΟΥ
“Δίκαιος Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησε”
“Δίκαιος Κύριος καί δικαιοσύνας
ἠγάπησε, εὐθύτητας εἶδε τό πρόσωπον αὐτοῦ” (ψαλμ. 10,7), ὁμολογεῖ ἡ
βεβαιότητα τῆς ἀληθινῆς (ἐμπειρικῆς) πίστης στό ζῶντα Θεό.
Μέ αὐτήν τήν αἴσθηση βλέπουμε σήμερα
τήν προσδοκώμενη “κοινήν ἀνάστασιν” νά δρέπει ἐπιτέλους γιά τή δική της
εὐφροσύνη ἄλλον ἕναν γλυκύ καί μεστό καρπό τῆς προσφυγικῆς Ρωμηοσύνης.
Τόν μοναχό Ἰάκωβο, κατά κόσμον Θωμᾶ Βουδούρογλου, τόν Μικρασιάτη καί Εὐρωπιώτη.
Ἦταν δικός μας καί ὅμως, σέ ὅλη του τή μακρά ζωή, λαχταροῦσε νά γίνει ὁλοτελῶς ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ. Στάθηκε ἀμετακίνητα ἄνθρωπος τῆς οὐρανοεπίγειας βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐπιποθοῦσε νά προετοιμάζεται γιά τήν “ἐπουράνια πόλη”, γιά τήν πολιτεία ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, γιά τήν αἰώνια καί ἄφθαρτη μέθεξη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν χάριτι. Καί τώρα, ἐπιτέλους, κλήθηκε στήν αἰωνιότητα ἀπό τό Θεό, ὥριμος καρπός.
Καί ἀπό δικός μας γίνεται ὁλότελα καί μοναδικά τοῦ Χριστοῦ, στήν ἐπουράνια βασιλεία Του.
Ἦταν ἄνθρωπος μέ δημιουργικότητα, μέ
ζωντάνια, μέ μιάν ἁπλή καί προσγειωμένη φυσικότητα, δηλ. ἀποδέκτης τῶν
εὐλογιῶν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε ἀνθρώπους καί
μᾶς ἄφησε νά σταθοῦμε ἄνθρωποι σέ μιά φυσικότητα ζωῆς, μιά φυσικότητα
ζωῆς τήν ὁποία ἀσπόρως καί ἀτρέπτως ἀποδέχθηκε καί προσέλαβε καί ὁ
Ἴδιος. Γιά νά τήν θεώσει καί νά τήν κάνει θεανθρώπινη γέφυρα ἀνάμεσα σέ
μᾶς καί σ᾽ Ἐκεῖνον.
Αὐτήν τή φυσικότητα καί δημιουργικότητα
ζωῆς σεβόταν καί διαφύλασσε ὁ μακαριστός ἀδελφός μας στόν κοσμικό του
βίο. Δούλεψε, ταλαιπωρήθηκε στήν κατοχή, ξαναγύρισε ἐδῶ στά μέρη μας,
νυμφεύτηκε, ἔκανε μιά πολυμελή οἰκογένεια, ἔφτιαξε τήν ἐπιχείρηση μέ τό
θερμοκήπιο, εἶδε παιδιά καί ἐγγόνια. Στάθηκε μιά ἁπλή καί ὄμορφη ἔκφραση
τοῦ προσφυγικοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπό ἐκείνη τήν ἔκφραση μέ τήν
ὁποία ζυμώθηκε ὁ ντόπιος Ἑλληνισμός καί εἶδε ἀνάμεσά του Παϊσίους καί
Ἰακώβους. Κι ὁ δικός μας π. Ἰάκωβος ―ἀπό Θωμάς― ἔδωσε στήν κοινωνία μιάν
ἁπλή καί ὡραία εἰκόνα συζύγου, πατέρα, παππού, μέ μιάν προσγειωμένη
συναίσθηση. Δέν πετοῦσε στά σύννεφα. Ἦταν προσγειωμένος ἄνθρωπος.
Ἀλλά εἶχε πάντοτε μιά ἐγχριστωμένη
διάθεση, διατηροῦσε ἀκέραια μιάν ἰσόβια ἐκκλησιαστική προαίρεση. Σοφός
ἄνθρωπος. Ἔζησε τόν κόσμο, ἀλλά δέν τόν “κατάπιε” ὁ κόσμος. Ἔζησε μέσα
στόν κόσμο “τή συνέχεια τῆς θείας λειτουργίας”. Εἶχε φόβο Θεοῦ, προσευχή
καί προσοχή, πού τά ἔβλεπε κανείς νά “λάμπουν” στό βλέμμα του καί στήν
ἔκφραση τοῦ βίου του.
Μᾶς ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης, πού ἀναδέχθηκε
τήν τελευταία του ἐξομολόγηση, ὅτι εἶχε πολύ λεπτή συνείδηση. Δέν ἤθελε
νά ἀφήσει οὔτε τήν παραμικρή λεπτομέρεια πού νά μήν τήν προσφέρει στό
Θεό. Ἐμεῖς σήμερα δέν καταλαβαίνουμε αὐτά τά πολύ λεπτά καί σπουδαῖα
πράγματα, πού συνθέτουν τήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς, ὥστε νά κρατοῦν τόν
ἄνθρωπο σ᾽ αὐτό πού πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, αὐτό πού λέμε
“θεοείδεια”, λαχτάρα καί σταθερότητα πρός τό “καθ᾽ ὁμοίωσιν”. Ἐμεῖς
σήμερα γεμίσαμε τή ζωή μας καί τήν κοινωνία μας καί τή συνείδησή μας μέ
χίλια-δυό ἄχρηστα ἀπορρίμματα καί ἀπορρήγματα ὕπαρξης, πού δέν θυμίζουν
ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἀλλά … (ἄς μήν τό πῶ).
Ὁ μακαριστός π. Ἰάκωβος ἀπό Θωμάς ἦταν βασικό στέλεχος τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Εὐρωποῦ. Στό ψαλτήρι ψάλλων. Στίς ἀγρυπνίες ἀγρυπνῶν. Στίς λειτουργίες μεταλαμβάνων. Στίς λιτανεῖες συλλιτανεύων.
Δεόμενος κι αὐτός μαζί μέ ὅλους, στά μνημόσυνα γιά τά θύματα τοῦ Τουρκικοῦ σαδισμοῦ (ἐκεῖ στό Φουλατζίκ Νικομήδειας τό 1920, πρό τῆς καταστροφῆς ἀκόμη, μέ τούς ἐθνομάρτυρες καί νεομάρτυρες καί τόν ἱερομάρτυρα παπα-Φίλιππο).
Γνήσιος καρπός ἐκείνων τῶν προγονικῶν
ριζῶν καί αἱμάτων, λεβέντης καί ἀνυποχώρητος, ὁ κυρ-Θωμάς καί νῦν
μοναχός Ἰάκωβος συμπαριστάμενος στούς κόπους τοῦ παπα-Σάββα καί τοῦ
παπα-Γιάννη ἐπί τῶν ἡμερῶν μας καί τῶν προηγουμένων ἐφημερίων.
Μέσα στή βαθειά του καρδιά ἦταν “γιός
ἐκείνων τῶν μαρτύρων”. Καί ―πέρα ἀπό τή συνειδητή εὐλάβεια― αὐτό τό βαθύ
γονεϊκό καί προγονικό ἐμβίωμα ἦταν ἐκεῖνο πού τόν παρακινοῦσε νά
ἀναζητήσει καί νά κρατάει τή λειψανοθήκη μέ μικρά ἀποτμήματα τῶν
Μαρτύρων τῆς 13ης Δεκεμβρίου, καί νά καθιερώσει τήν ἀγρυπνία πού μέχρι
σήμερα τελεῖται. Αὐτό τό βαθύ ἐμβίωμα ἦταν πού τόν παρακίνησε νά
ἀφιερώσει τό μικρό Ἡσυχαστήριο τῆς μοναχικῆς του κονίστρας στή χάρη τοῦ
ἁγίου Θεοφυλάκτου ἐπισκόπου Νικομηδείας. Σέ ὅλα “Νικομήδεια”, ἡ
ἀλησμόνητη πατρίδα.
Μέ τόν ἀοίδιμο καί τρισευλογημένο μας
ἱερέα, τόν παπα-Κώστα τῆς Πλατανιᾶς ἦταν ἀπό νέοι γνωστοί καί
προσανατολισμένοι γιά τήν ἱερατεία. Ὁ ἕνας ἔγινε κληρικός καί διέπρεψε
κυριολεκτικά ὡς ποιμένας, ἐξομολόγος, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἴνδαλμα
ἱερατείας. Μέχρι σήμερα διατηρεῖται στήν Πλατανιά ἡ λειτουργική καί
προσευχητική παράδοσή του, “ὅλα τά γράμματα” μέ τά Ψαλτήρια τοῦ Ὄρθρου
καί τοῦ Ἑσπερινοῦ, σέ μιά κατάμεστη ἐκκλησία.
Ὁ κυρ-Θωμάς δέν ἔγινε κληρικός, ἀξιώθηκε ὅμως τῆς “ἱερατείας τοῦ ἑαυτοῦ του” ὡς μοναχός. Στάθηκε διά βίου “μάρτυρας τῆς μαρτυρίας Ἰησοῦ Χριστοῦ”. Καί κατά τοῦτο ἐκπλήρωσε τήν ἐφηβική καί νεανική του ἱερή ἐπιπόθηση, μέ τό νά γίνει πρό ἐτῶν μοναχός. Στήν κουρά του πού τέλεσα προσωπικά ἐγώ, τόν ἀναδέχθηκε ὁ ἀρχιμ. Μάξιμος ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, πού γνωρίζονταν ἀπό τά χρόνια τῆς ὑπηρεσίας του ὡς ἱεροκήρυκος Ἐδέσσης.
Μοῦ ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά τοῦ δώσω ἕνα ὄνομα ἀπό τά δύο προταθέντα. Τό ἕνα πρός τιμή τοῦ Γέροντος Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτου μέ τόν ὁποῖο εἶχε, στίς προσκυνηματικές του ἐπισκέψεις στό Ἅγιον Ὄρος, συναντήσεις κυρίως στό ἀσκητήριό του καί τοῦ εἶχε προείπει τήν ἐξέλιξη τοῦ βίου του καί μάλιστα ὅτι σέ μεγάλη ἡλικία θά ἱκανοποιήσει τόν πόθο του νά ἀφιερωθεῖ στόν Χριστό, νά γίνει μοναχός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀποκτήσει οἰκογένεια.
Τό δεύτερο ἦταν πρός τιμή τοῦ πνευματικοῦ του πατρός π. Μαξίμου, ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐν Ὀλύμπῳ. Τοῦ ἀπήντησα: «Ἀγαπητέ μου, θά ἐπιθυμοῦσα πολύ, οὔτε τό δικό μου νά γίνει, οὔτε τό δικό σου, οὔτε κανενός ἄλλου. Ἐπιθυμῶ νά ἀπαντήσει ὁ Κύριος καί νά γίνει τό θέλημά Του». Ἡ ἀπάντησή του: «Ὅ,τι πεῖς ἐσύ Δέσποτά μου».
Ἔτσι, κατά τήν ἔναρξη τῆς ἀκολουθίας, στήν Ὠραία Πύλη, ἐπί τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἦταν τοτοθετημένο ἐνώπιόν μου καί ἐνώπιον τῶν πιστῶν, προσκάλεσα τόν μικρό τότε Ραφαήλ, τόν 11χρονο γιό τοῦ ἐφημερίου Εὐρωποῦ π. Ἰωάννου νά ἀνασύρει ἕναν ἀπό τούς τρεῖς κλήρους. Ὁ κλῆρος ἔγραφε τό ὄνομα “Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος”, μέ τό ὁποῖο καί τόν μετονόμασα ὡς ἀπό δευτέρου βαπτίσματος τόν μεγαλόσχημο πλέον μοναχό π. Ἰάκωβο.
Τό ἀξιοθαύμαστο τῆς ἀνεξιχνίαστης θείας Πρόνοιας ἦταν ὅτι ὁ π. Ἰωάννης σέ προσκύνημα στό Ἁγιονόρος ἀπό ἐτῶν εἶχε ἀγοράσει μιά εἰκόνα μέ τόν τίτλο Ἅγιοι Ἀπόστολοι Θωμᾶς καί Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, τήν ὁποία καί δώρισε στόν τότε Θωμᾶ. Μέ πολλή εὐλάβεια τήν τοποθέσε πάνω ἀπό τό κρεβάτι του γιά νά μπορεῖ καθημερινά νά τήν προσκυνᾶ. Προσευχόταν καί παρακαλοῦσε, ἐκλιπαρώντας τούς Ἁγίους νά τόν ἀξιώσουν νά ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο.
Ὅταν ἄκουσε τό ὄνομα, δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι ἱκανοποιήθηκε πλήρως. Μέ εὐχαρίστησε φυσικά, ἀλλά δέν ἦταν ὁλόθερμος. Ἀναγκάστηκα τότε νά πῶ: «Τό ὄνομα πού παίρνεις τό ἔγραψα τελευταία στιγμή, ἀναμιμνησκόμενος τόν μεγάλο εὐεργέτη τῆς περιοχῆς μας.
Ὥς γνωστόν, τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, στίς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 1912 ἀπελευθερώθηκε ἡ ἐπαρχία μας ἀπό τόν τουρκικό ζυγό. Ὁ στρατός μας στή συνέχεια τή Θεσσαλονίκη τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Ἔτσι
προέκρινα τό τρίτο ὄνομα πού ἔγραψα νά εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰακώβου». Τήν
ἄλλη μέρα μοῦ φέρνει μέ χαρά νά προσκυνήσω τήν εἰκόνα καί νά μοῦ
ἐξομολογηθεῖ ὅτι μόλις τήν ἀντίκρισε, ἐθαύμασε τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ,
διότι σέ αὐτούς εἶχε ἐμπιστευθεῖ τήν καταξίωση τῆς ζωῆς του νά ἀξιωθεῖ
αὐτῆς τῆς μοναχικῆς κλήσεως.
Καί ἀσκοῦσε
ἔκτοτε παρ᾽ ὅλα τά γηρατειά του τόν κανόνα τῆς προσευχῆς, τῆς διαρκοῦς
προσευχῆς, τῆς προσευχητικῆς κοινωνίας μέ τόν καρδιογνώστη Θεό μας.
Σήμερα, τόν
προπέμπουμε κι ἐμεῖς σάν δικό μας πρός τόν Κύριο (στόν ὁποῖο ὅλοι
ἀνήκουμε ὡς θεόκτιστοι καί θεοπρονόητοι). Διότι ἤθελε νά εἶναι διἀ
παντός μέ τόν Κύριο καί σ᾽ Ἐκεῖνον ἐκ προαιρέσεως ἀγαθῆς ἀνήκει.
Μέ πολύλαλο καί γλυκύλαλο τό ἄφωνο στόμα του ὁ μεγαλόσχημος π. Ἰάκωβος μᾶς θυμίζει αὐτό πού διαλαλοῦν οἱ θεολόγοι Πατέρες μας, κατά τήν ἑρμηνευτική διατύπωση τοῦ ἐπίσης προσφυγικῆς καταγωγῆς μακαριστοῦ δογματολόγου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη: «Ἕκαστος θά ἴδῃ τήν ἐν Χριστῷ δόξαν τοῦ Θεοῦ καί θά φθάσῃ εἰς τόν βαθμόν ἐκεῖνον τῆς τελειώσεως, τόν ὁποῖον ἔχει ἐπιλέξει καί διά τόν ὁποῖον ἔχει ἐργασθῇ.
Ἀκολουθοῦντες τόν ἀπόστολον Παῦλον, τόν εὐαγγελιστήν Ἰωάννην καί τήν ἰδικήν των πεῖραν οἱ Πατέρες, ὑποστηρίζουν ὅτι θά σωθοῦν ἐκεῖνοι πού βλέπουν τόν Ἀναστάντα Χριστόν ἐν δόξῃ εἰς αὐτήν τήν ζωήν, εἴτε “δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι” μέσῳ τῶν ἀδιαλείπτων ἐν τῇ καρδίᾳ προσευχῶν καί ψαλμῶν, εἴτε “πρόσωπον πρός πρόσωπον” μέσῳ τοῦ δοξασμοῦ. Ἐκεῖνοι πού δέν τόν βλέπουν οὕτως εἰς τήν ζωήν αὐτήν, θά ἰδοῦν τήν δόξαν Του ὡς αἰώνιον καί καταναλίσκον πῦρ καί σκότος ἐξώτερον εἰς τήν ἄλλην ζωήν…» (βλ. Θάνατος, Ἀνάσταση καί αἰώνια ζωή, ἐκδ. Ἑτοιμασία Ἱ.Μ.Τιμ.Προδρόμου Καρέα, σ. 298).
†Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου