«Εάν δεν είχαμε την προσδοκία της Αναστάσεως, οι χριστιανοί θα ήμαστε οι πιο αξιολύπητοι της ιστορίας». Αναφερόμενος βεβαίως στην αλύγιστη πιστότητα των Μαρτύρων στο Χριστό είτε στις εθελούσιες των άλλων πιστών αποστερήσεις της παθιασμένης ζωής, ένας μεγάλος παιδαγωγός Άγιος κάπως έτσι ξεχωρίζει και οροθετεί τα ανυπέρθετα βάσανα της ιστορίας, τα οριακά προσθανάτια αδιέξοδα και την κληροδοτούμενη απόγνωση του πόνου.
Το ξανασκεφτόμουν με αφορμή την ταλαιπωρία των θυμάτων τόσων πολέμων και του πρόσφατου καταστροφικού σεισμού (με τις ευθύνες τόσων κατασκευαστικών νομιμοποιήσεων, που έθαψαν αναρίθμητους συνανθρώπους μας και “γέννησαν” πολλαπλάσιους απεγνωσμένους).
Δεν πρόλαβα να ηρεμήσω, και τώρα το σκέφτομαι ακόμη πιο πολύ, μένοντας εμβρόντητος εμπρός στη νέα “μεθόρια” τραγωδία τόσων και τόσων νέων ανθρώπων μας στα Τέμπη.
***
Η δική τους προσθανάτια φρίκη των κυρίως θυμάτων (μέχρι την τελευταία τους κραυγή) και η απελπισμένη τελική προσεπιβίωση των διασωθέντων και η επιδίκαση της φρίκης στους άμεσους συγγενείς και τα ερωτηματικά χωρίς ουσιώδες όφελος… δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε για την τραγωδία αυτή που συνέτριψε και συντρίβει καρδιές και καρδιές αυτές τις μέρες, όλους μας και προπαντός τους οικείους και τους φίλους και όλη την πατρίδα μας και τον άλλο κόσμο. Επιτρέψτε μου να σταθώ σ᾽ αυτό το απεγνωσμένο βάσανο.
Ίσως μερικοί να στάθηκαν και να σταθούν στα απελπισμένα “γιατί;” Άλλοι θα κραυγάσουν για τα “πως;” Ανθρώπινο πάθος η κατάδυση στην διερωτώμενη απόγνωση του μεθοριακού αδιέξοδου πόνου. Όμως, αυτό το ερώτημα πολλαπλασιάζει το αδιέξοδο σε πολλαπλάσιες συνειδήσεις και δεν περιστέλλει με πραγματική αγάπη τους αγαπημένους νεκρούς μας που κατέδυσαν και έσβησε μεν το φως τους, αλλά υπάρχουν και θα συνεχίζουν να υπάρχουν, προσδεόμενοι της βοηθείας των οικογενειών και του καθενός μας, μέχρι την κοινή ανάσταση.
Συνθρηνούμε “την αφ᾽ ημών πορεία σύντριμμα” τόσων νέων ανθρώπων, που ―από χαρά των οικογενειών τους και των φίλων και της κοινωνίας μας όλης― ξαφνικά μεταβλήθηκαν σε κατεφθαρμένη “θέα οδύνης” και πάλιν οδύνης και απεγνωσμένης οδύνης.
Οι καρδιές μας γίνονται ένα στόμα ικετικό, οικετικό, κλαυθμός εκτενών δεήσεων εμπόνου καρδιάς, για να ελεηθούν εκείνοι και (μέσα από την συνωδίνουσα ταπείνωση του πόνου όλων μας) να απογευθούν την ευσπλαχνία της Ελεούσης ελπίδος μας (μέσα από τις φτωχές προσευχές και τις ελεημοσύνες όλων μας υπέρ εκείνων και υπέρ των άμεσα οικείων τους).
Μπορεί να το φανταζόμαστε, αλλά κατά βάθος τίποτε δεν επιδοτεί την αίσθηση του “είναι” σε όλους μας όσο η επίγεια συμπαραμονή, η επίγεια εξέλιξη του βίου, η επίγεια ευτυχισμένη δημιουργικότητα. Γι᾽ αυτό και συγκινούμεθα πιο πολύ με τα Εγκώμια του Άχραντου Νεκρού, παρά με το διαρκές “Χριστός Ανέστη”, γιατί νομίζουμε πως δεν μας δίνει ελπίδες παράτασης του βίου. Αυτό που “κρατάμε” στα χέρια μας, τη συνειδητότητα της βιολογικής μας εμπαρουσίας, αυτό μόνο θεωρούμε τελείως δικό μας, ασφαλώς διακοινωνούμενο. Μετά, όταν το χάσουμε, όλα “σβήνουν” και είμαστε για κλάματα απαραμύθητης οδύνης.
***
Όμως, ο άνθρωπος ούτε είναι “αυθύπαρκτος” ούτε εκμηδενίζεται με το θάνατο, δεν “απόλλυται” ως ύπαρξη.
Γι᾽ αυτό άλλωστε προστρέχουμε στους Αγίους, στα άγια λείψανά τους, στους τάφους, στις εικόνες τους. Και δικαιώνεται η ελπίδα μας με τόσα και τόσα τεκμαρτά τεκμήρια.
“Όσοι πιστοί” το γνωρίζουμε ότι ο θάνατος δεν είναι εκμηδένιση, αλλά μεταβίβαση στην αληθινή όψη της αιωνίου υπαρκτικής καταστάσεως για τον κάθε άνθρωπο. Ή, όπως θα έλεγε με την αγιασμένη παραβολική του παραμυθία ο άγιος Παίσιος, «για εμάς τους Χριστιανούς δεν υπάρχει θάνατος, το κλειδί της αιωνιότητας βρίσκεται κάτω από την πόρτα του τάφου μας».
Θάνατο γεύθηκε υπέρ απάντων η Άκρα Ταπείνωσις του σαρκωμένου Θεού μας, και μας ενσωμάτωσε στην Αναστάσιμη ζωή Του. Θάνατο γεύθηκε η Μητέρα της αειζωίας μας (όπως και μετάσταση εις ουρανούς). Θάνατο γεύθηκαν όλοι οι Άγιοί μας, άλλοι ειρηνικό με ταλαιπωρημένο όμως βίο, άλλοι αφόρητα βίαιο και μαρτυρικό, ακόμη και γέροντες και κοπέλες και παιδιά και νήπια (χωρίς να υπάρχει μέχρι σήμερα αναγνώριση εκείνης της διαρκούς γενοκτονίας για την πίστη την αληθινή, που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας και δεν θα παύσει μέχρι συντελείας). Η πιστή ζωή και ο ομολογιακός θάνατος για το Χριστό προγεύεται και προσδοκά συνάμα τη μονιμότητα της εγχριστωμένης αθανάτου ζωής.
***
Πάντως, η φρίκη της καταστροφής, της φθοράς, της κακίας (διαβαθμισμένη σε μυριάδες εκδοχές) για τούτο είναι φρικτή, καθώς στις ζωές τόσων ανθρώπων θέλει να φυτέψει μόνο τη θανατίλα της. Και έτσι σε τόσες “κατ᾽ εικόνα Θεού” υπάρξεις μάχεται το θεόκτιστο δώρο της ζωής, το θεόκτιστο δώρο της ελευθερίας, το θεόκτιστο δώρο της δημιουργικότητος και της ανθρωπινότητος, το θεόκτιστο δώρο της χαράς του βίου. Η δαιμονιώδης κακία είναι που βρίσκει περιθώρια και αντιμάχεται την ευλογία της ζωής και της ύπαρξης.
Ακόμη και ο δικός μας παγκόσμιος διανθρώπινος πολιτισμός διαθέει μέχρι σήμερα παράλληλες διαδρομές πολυειδούς κακίας, π.χ. μανιώδους οικολογικής καταστροφής, καταφρονήσεως των φτωχών λαών, καταιγιστικών πολεμικών “διαρρήξεων”, φιμώσεως των δικαιωμάτων τόσων εμβρυικών ανθρώπων (των δικαιούχων της ίδιας κληρονομιάς με τους επιζώντες και φθορείς)… Και πόσα άλλα! Τα ιστορικά ερείπια παρ᾽ ημών και δι᾽ ημών των ανθρώπων (ας θελήσουμε κάποτε να τα καταμετρήσουμε στατιστικά), ίσως θα τα ανευρίσκαμε περισσότερα από τις καταστροφές των υπογείων και υπεργείων φαινομένων, ακόμη και των ιστορικών πανδημιών και των απρόβλεπτων μαζικών θανάτων.
Όμως, δόξα τω Θεώ, που σε μας τους ανθρώπους εναπόκειται μόνον η διαχείριση της ύπαρξης, όχι η εκμηδένισή της. Και να θέλουμε να “εκμηδενίσουμε” ή να “εκμηδενιστούμε”, με όποια πολιτισμική φόρμα και εκδοχή, ευτυχώς που δεν το δυνάμεθα!
Δεν σβήνει ο άνθρωπος. Υπάρχουμε με υπαρκτική αναγωγή στον “δι᾽ ημάς τους ανθρώπους” και σαρκωθέντα και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα Σωτήρα και Κύριό μας.
Με αυτήν την ομολογημένη βεβαιότητά μας, κάποτε και με την εμπειρία των Αγίων μας, ο κάθε αφόρητος ακραίος πόνος μας δεν στέκεται απεγνωσμένος, χωρίς διέξοδο. Διότι έρχεται και τον γλυκαίνει η βεβαιότητα της ύπαρξης των προσφιλών μας τωρινών θυμάτων, όλων των προσφιλών μας, όπως μας το παραδίδει ο φιλανθρωπότατος Κύριος με τα θαυμάσια των Αγίων Του, με τα θαυμάσια της Παναγίας Μητέρας της ενανθρωπήσεώς Του, με τις εκπλήξεις της ολοφάνερης πρόνοιάς Του σε μερικούς αντί πάντων, ώσπου να μετρηθούμε όλοι μας κατάπληκτοι “με την όψη της αλήθειας” στην κοινήν ανάσταση.
Παλεύουμε πολιτισμικά, για να φτιάξουμε (ή αν θέλετε και για να υπομείνουμε) μορφές και μορφώματα πολιτισμών.
Όμως, Εκείνος είναι το Α και το Ω, “το φως του κόσμου… και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε”, “εν Αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων· και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν”, όπως ευαγγελίζεται σε κάθε περίοδο πολιτισμικής υπορροής είτε παρακμής ο ευαγγελιστής Ιωάννης.
***
Στην ευσπλαχνία της αληθινά μόνιμης θεανθρωπίνης φιλανθρωπίας Του παραδίδουμε πλέον την έγνοια των ανθρώπων μας που απεδήμησαν πέραν του βίου με τόσο φρικτό μαζικό τρόπο.
Που δεν έσβησαν, παρά μόνο έδυσαν εκεί, στα Τέμπη.
Από τον δικό τους αδόκητο θάνατο ταπεινωμένοι όλοι εμείς “οι περιλειπόμενοι” αφιλοσόφητοι αλαζόνες της υπαρκτικής αμεριμνίας, επιτέλους σύμψυχοι ικετεύουμε όλοι μαζί την Άκρα Ταπείνωση να τους προσδεχθεί στο έλεός Του και στη χαρά και στο άδυτο φως της αναστάσεως και της αειζωίας.
Προσευχόμαστε διαρκώς, να αναπαύονται και να ελεηθούν να χαρούν επιτέλους την αληθινή όψη της αφθάρτου ζωής Του, γενόμενοι με τον θάνατό τους δάσκαλοι μέτρου στην αμετρία όλων των άλλων παιδιών μας, δάσκαλοι ήθους στην αμηχανία που βρήκε εμάς τους μεγαλύτερους όπως και τους τρανούς για τη διαχείριση ενός πολιτισμού μάλλον φθοράς.
Όσο για τα καλά μας παλικάρια που άφησαν τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα, για να ανασώσουν από τα βαγόνια του θανάτου τόσους άλλους νέους και νέες, τον Ανδρέα και τον Άγγελο και το Γιώργο και το Μιχαήλ, (και πόσους άλλους που δεν πρόλαβαν να το χαρούν, αφού έσβησαν), τους περιβάλλουμε με τον θαυμασμό μας για την ανθρωπιά τους, που κι αυτή παραπέμπει σ᾽ Εκείνον που ενανθρώπησε για μας. Και μας θυμίζει το κριτήριο της έσχατης κρίσης “εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε»!
Σ᾽ αυτά τα μέτρα ευχόμαστε επαινετικά και προσευχόμαστε να ευθυπορούν θυσιαστικά και οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ (στρατιωτικοί, πυροσβέστες, εθελοντές) και οι αστυνομικοί και οι νοσοκομειακοί και οι εθελοντές αιμοδότες, γιατί έσπευσαν να προλάβουν “το χάρο” και να προσδώσουν ελπίδα στον καταπληγιασμένο πόνο των οικείων και όλων μας.
“Εν χώρα ζώντων, εν σκηναίς δικαίων, όπου επισκοπεί το φως του προσώπου σου, Κύριε”!
Αυτό αποζητεί και ικετεύει και εκτενέστερα προσικετεύει και εύχεται με εμπειρική βεβαιότητα εξ αρχής η πίστη της Ορθοδοξίας μας. Αυτό κι εμείς ικετεύουμε για τους ανθρώπους μας που έφυγαν από μας τόσο αναπάντεχα και μαζικά. Για τα επέκεινα αυτού του όμορφου, μα και ταλαίπωρου βίου, που μας απομένει να τον διαχειριζόμαστε με περισσότερη σύνεση και ευγνωμοσύνη, σαν δωρολήπτες που είμαστε, καλεσμένοι μάλιστα κι αξιωμένοι να γινόμαστε δωροδότες καρδιάς σ᾽ Εκείνον.
Με οδύνη ψυχής συνευχόμενος
†Ο Γουμενίσσης, Γεφύρας, Αξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου