Ακολουθούν ορισμένα από τα θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνα:
- Μια
μέρα, ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της
επισκοπής του Αγίου Σπυρίδωνα. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του
ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα
πλούσιο που απειλούσε να του πουλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο
άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;
Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του φτωχού, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του, πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών που στο παλάτι του Φαραώ το άφησε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον φτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναι Κύριε. Ας γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στο χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. Ο φτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το έδωσε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Ο φτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έριξε στη γη. Και ω του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους. - Κάποια άλλη φορά ο Άγιος Σπυρίδωνας, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του, μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στο άκουσμα της είδησης, κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα που ήρθε κι αυτή να δει τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, την κοίταξε και γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκό και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα: «Κυρά μου, μη με αγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της, ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια παρόμοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. ἀφέωνται σοι αἳ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωσε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.
- Ο άγιος κατά
τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα,
ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδιά, σε περίοδο νηστείας, ένας
άγνωστος οδοιπόρος χτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε
με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να
ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε
παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στην αμηχανία του ο
άγιος θυμήθηκε πως σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι
διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει
καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η
κόρη ετοίμασε το τραπέζι. Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο
να φάει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει
λέγοντας: «Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός». «Ναι
παιδί μου», είπε ο άγιος, «κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα
μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς
ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να εγώ
καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε παιδί μου να τονωθείς». Ο άγιος,
για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντάς του.
«Πάντα καθαρὰ τοὶς καθαροίς, ὁ θείος ἀπεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα
φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό
δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η
μόνη ορθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ
Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).
- Μια βραδιά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα που ήταν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των φτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα όμως προσπαθούσαν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους είχαν δεθεί αόρατα από Εκείνον που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν, χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαχνίστηκε. Τους μίλησε με καλοσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήταν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη· αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4).
- Στις αρχές του 17ου αιώνα, μια τρομερή ανομβρία χτύπησε τα νησιά του Ιονίου Πελάγους.
Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά ,
με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν έβρισκε καιρό να σκεφθεί
τους δουλοπάροικούς της. Ο λαός πεινούσε και υπέφερε. Πλησίαζε και το Πάσχα,
η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί; Στις
δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει
μου τα ώτα» (Ησαΐα, ν' 5) φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Έτσι και στην εκκλησία που
φυλάγεται το λείψανο του αγίου, ο λαός αγρυπνούσε και παρακαλούσε. Οι
ιερείς έψελναν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση ήρθε τάχιστα. Τι συμβαίνει;
Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν από την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές. «Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα». Σε λίγο, τα καράβια φτάνουν στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο. Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμα όρισε, κάθε Μεγάλο Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα. - Γύρω στα 1629-30 μ.Χ. καινούργια δοκιμασία
έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και
θανατηφόρα, το χτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν
η πανώλη (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και
φτωχοί προσβάλλονταν καθημερινά από την επάρατη νόσο και πέθαιναν τόσο
στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Η διοίκηση του νησιού με τα
πρώτα κρούσματα έσπευσε να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό,
για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζονταν. Σε
λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα κινδύνευε να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην
πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα είχαν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι
δρόμοι είχαν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνταν φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο
τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική
παρουσίαζε ολόκληρο το νησί. Κάποια μέρα, στη συμφορά αυτή την
κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός, παρά τις συστάσεις των ιατρών να
αποφεύγει τον συνωστισμό, τόλμησε και έσπευσε να κατακλύσει τον ιερό ναό
του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα να ζητήσει τη
μεσιτεία του. Η σωτηρία δεν άργησε. Έφτασε γρήγορα και πλούσια.
Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε τότε, μας λέγει πως η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύχτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πως ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.
Η τρομερή αυτή επιδημία της πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673 μ.Χ. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.
Στις παρακλήσεις του λαού του, ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να ζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού, η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώνονταν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Και αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως. Μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο για να σωθεί.
Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενιά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της. - Το 1715 μ.Χ. ο
καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του
σουλτάνου, προχώρησε να καταλάβει και τα Επτάνησα. Πρώτα - πρώτα
κινήθηκε προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά
βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου του 1716, η τουρκική στρατιά με επικεφαλή τον σκληρό στρατηγό της, πολιόρκησε την πόλη απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι, αγωνίζονταν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα, προσεύχονταν στα γόνατα. Με στεναγμούς εκζητούσαν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Όταν πέρασαν οι πενήντα μέρες, οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να χτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούσαν κι εδώ οι εχθροί, για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορότερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν είχαν μπει και οι πρόγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και πρόβαλλαν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα, έκανε προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν ήθελαν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αράδιαζε κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρότασή του.
Περνούσαν οι ώρες. Επικρατούσε αγωνία και φόβος στις ψυχές των ανθρώπων. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονταν για το τελειωτικό χτύπημα. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές, τόσο των ίδιων, όσο και των δικών τους, έμεναν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνούσε τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη όμως των στιγμών εκείνων, «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Έτσι και ο λαός ήλπιζε και προσεύχονταν. Προσεύχονταν και πίστευε πως ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει. Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονταν θερμές κι αδιάκοπες.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρήθηκε την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζονταν να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και απότομα, πολύ πριν από το μεσημέρι, μια βροχή καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία άρχισε να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Ως αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής, καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα πέρασε ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκανε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθονταν, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στο μεταξύ είχε ξημερώσει για τα καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου έπεφταν στη γη και χαιρετούσαν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούσαν. Οι εχθροί δεν φαίνονταν. Τι συνέβαινε άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτέ εκείνον που την έχει. Και να!
Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία, χτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, τους διέλυσε και τους διασκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, έφευγαν ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.
Η Κέρκυρα πανηγύρηζε. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογούσε τον Θεό και έψαλλε με δυνατή φωνή: «Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματά σου».
Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων, ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, ως ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του. - Ο
αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας,
Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να
εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να
στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται
επάνω σ' αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα.
Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα χτιζόταν δίπλα στην Αγία
Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία
Λειτουργία. Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και
από έναν θεολόγο Λατίνο σύμβουλό του. Ο
τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του
αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον
ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το
δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση που πήρε από τον σύμβουλό του ο διοικητής
Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον
σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς τη συγκατάθεσή
τους. Εκείνοι, όπως ήταν φυσικό αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν
μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να
γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του
αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην
εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδειά τους. Οι ιερείς στην επιμονή
του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη
βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαίωμα που του έδινε
η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της
παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια
απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο συνεχόμενες νύχτες στον ύπνο του
με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την
απόφασή του, διαφορετικά θα το μετάνιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο
διοικητής κάλεσε τον σύμβουλό του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την
απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι
υπέδειξε πως δεν έπρεπε αυτός, ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα
όνειρα που είναι έργο του διαβόλου και που σκοπό έχουν
να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητή, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ., ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει υποτίθεται το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί, για να καταμετρήσει το μέρος που θα χτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.
Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από το να εκτελέσει το σχέδιο. Άδικα όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πως, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελνε φυλακή στη Βενετία.
Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποί του να ξεκινούσαν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα που περιείχε το σεπτό λείψανο.
Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συντάραξαν την πόλη. Ο σκοπός που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου, κοντά στην πυριτιδαποθήκη, βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιος είσαι; Πού πας»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων».
Την ίδια ώρα τρεις φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας, ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα, μια δυνατή εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης και ο θεολόγος σύμβουλός του βρέθηκαν νεκροί. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι, με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά που έγινε. Στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα, δηλαδή την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του. Η τιμωρία ήταν παραδειγματική. Το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.
Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά που μετέφεραν μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου, έψαλλε με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου: «Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον». - Στον Ελληνοιταλικό πόλεμο του
1940, η Κέρκυρα δεχόταν επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές
επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.
Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε τα Χριστούγεννα , συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Αν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μιας και η Κέρκυρα δε διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Όταν κάποτε σ' ένα βομβαρδισμό, μια βόμβα έπεσε στο γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, η οποία ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δε λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου