..Γνωρίζω από την εμπειρία μου πόσο «θεραπευτική» είναι η διδασκαλία που στηρίζεται σε κείμενα βιωματικά, που αναδεικνύουν το πνευματικό περιεχόμενο της εορτής ή της επετείου...
Μιλάμε για την αμώμητο πίστη μας. Τι πιο ωραίο να μάθει και να κρατήσει ολοζωής στην μνήμη του, το μικρό παιδί, το παράδειγμα του Γέρου του Μοριά.
Γράφει ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους μας, Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων, για την πίστη του Κολοκοτρώνη:
«Χρόνια πολλά πριν τον εύρει ο θάνατος, τον πρόβλεπε, κι ετοίμαζε την ψυχή του και μετανοούσε. Φιλιώτανε, με τους παλιούς εχθρούς του, με κάθε άνθρωπο πού ‘χε ψυχραθεί. Γι’ αυτό το σκοπό έκαμε τελευταία και ταξίδι στα νησιά, και στο Μοριά, κι αντάμωσε τους παλιούς συναγωνιστές, φίλους, γνωρίμους του κι εχθρούς του, και συγχώρεσε και συγχωρέθηκε. Και χαιρέτησε τον τόπο του για τελευταία φορά. Συχνά εξομολογιότανε και μεταλάβαινε. Αυτό το ’καμε και την τελευταία Μεγάλη Σαρακοστή, πριν πεθάνει».
...Να διδάξουμε τι σημαίνει Έλληνας πολιτικός. Ότι τούτος ο τόπος δεν μπορεί να αναστηθεί, γιατί, μετά τον Καποδίστρια, καταντήσαμε, κατά τον Μακρυγιάννη, «κοπέλια των ξένων». «… Ο γιατρός του, του είπε να βελτιώσει λίγο την τροφή του, ήταν επείγουσα ανάγκη για την υγεία του. Κι εκείνος απήντησε αποφασιστικά: Τότε μονάχα θα βελτιώσω την τροφή μου, όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα Ελληνόπουλο που να πεινάει …».
...Ξέρουμε, εμείς οι Ρωμιοί, τον δρόμο για να βγούμε στο ξέφωτο. Και αυτό μας το δίδαξαν εκείνοι, οι μεταξένιοι ήρωές μας. Να, τι μας κανοναρχούν, από την «άκρα σιωπή» τους.
«Μεσολόγγι. Ήταν πρωί, Σάββατο του Λαζάρου, 10 Απριλίου του 1826, όταν συγκροτήθηκε το αθάνατο εκείνο συμβούλιο αποφάσεως. Ήταν ένα συμβούλιο θανάτου. Οι καπεταναίοι είχαν αναλάβει να διερευνήσουν, με ανιχνευτές την ύπαρξη μυστικού δρόμου-διόδων για ακίνδυνο πέρασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων στην ελευθερία. Κανένας όμως δεν έφερε ελπιδοφόρα πληροφορία. Οι λόγχες και οι στενωποί φυλάγονταν άγρυπνα από τους Μωχαμετάνους. Γενική ήταν η κατήφεια και η σιωπηλή θλίψη. Την σιωπή της στιγμής έσπασε η βροντώδης και σταθερή φωνή του αρχηγού της Φρουράς, του Θανάση Ραζηκότσικα.
– Υπάρχει δρόμος ωρέ!
– Ποιος είναι, στρατηγέ, και δεν τον λες τόση ώρα; Διαμαρτυρήθηκαν όλοι οι παριστάμενοι.
– Είναι ο δρόμος του Θεού, φωνάζει».
Μόνο αν βαδίσουμε τον δρόμο του Θεού, θα αναστηθούμε, θα ελευθερωθούμε ως λαός και ορθόδοξοι χριστιανοί…
...Τα απόρθητα λημέρια της Κλεφτουργιάς μάς διδάσκουν την Πίστη, την ομόνοια, το σέβας στην Πατρίδα. Μας προφυλάσσουν από την φαυλότητα των πολιτικών, από τους ξενοκίνητους τυχοδιωκτισμούς, που όσες φορές τους εμπιστευτήκαμε, καταβαραθρωθήκαμε. Αλλά και τα θαύματα που κατορθώνουμε όταν υπάρχει λαϊκή ομοψυχία. Ας αρωματιστούμε λοιπόν από τα μαθήματα που μας προσφέρει ο Γέρος του Μοριά, για την ομοψυχία, την φιλοπατρία, το ανεπίφθονον, την συγχωρητικότητητα και την Πίστη.
«Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθεί ή να κρεμάσει φούντα για ξένον στο σπαθί», έλεγε ο Ρήγας και σημειώνει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του, που τα έγραψε ο Τερτσέτης.
«Εφύλαξα πίστιν εις την παραγγελίαν του Ρήγα. Και ο Θεός με αξίωσε και κρέμασα φούντα εις το Γένος μου ως στρατιώτης του. Χρυσή φούντα δεν εστόλισε ποτέ το σπαθί μου, όταν έπαιρνα δούλευσιν εις ξένα κράτη».
Βλέποντας ο Κολοκοτρώνης το μεγάλο κακό που γινόταν από την «δολερή διχόνοια», το 1824 –αφού σκοτώθηκε ο σπουδαίος γιος του Πάνος– παραδόθηκε και τον «έκλεισαν» στην Ύδρα. Ήρθε ο Ιμπραήμ και τον αναζήτησαν. Στο Ανάπλι που επέστρεψε είπε: «Πριν έβγω στο Ανάπλι έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα, κάνετε κι εσείς το ίδιο! Στο δρόμο που περνούσαμε νά ’ρθουμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάτι άνθρωποι. Ρώτησα και μού ’πανε πως για να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί, στο λάκκο μέσα, ρίχτε κι εσείς τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός!».
Η πίστη των πατέρων ημών, η αγία μας, η ηλιόλουστη Ορθοδοξία, είναι λιθάρι ριζιμιό του Γένους διότι «όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος», όπως συμβουλεύει. Όταν του Κολοκοτρώνη του διάβασαν την απόφαση θανάτου στο δικαστήριο της ντροπής των Βαυαρών, είπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου». Το είπε με φωνή άτρεμη και έκαμε το σταυρό του.
Στη μάχη του Σαραβαλίου, το 1821, ο Ανδρέας Ζαΐμης είχε καταφύγει στη μονή Ομπλού. Ο Κολοκοτρώνης τον ονείδιζε με τις λέξεις: «κυρ Ανδρέα, κυρ Ζαΐμη, τοις ελάφοις όρη τα υψηλά και πέτρα τοις λαγωοίς καταφυγή». Αγράμματος μεν, αλλά γνώριζε το Ψαλτήρι, γιατί λειτουργούνταν συχνά...
Πολύτιμες, μεταξένιες και οι παρακάτω παραινέσεις του γερο-Κολοκοτρώνη, η άγρυπνη συνείδηση του Γένους. Ούτε Ευρωπαίους παιδαγωγούς διάβασε ούτε γνώση των σύγχρονών του «ρευμάτων» είχε. Γνώριζε όμως την ελληνορθόδοξη παράδοση και βίωνε τα καθαρά ήθη του Γένους, την ηθική του Ευαγγελίου που ζούσε από μικρός. Ο λόγος του μας θυμίζει τους δικαίους στρατηγούς της Παλαιάς Διαθήκης, που ήσαν στην υπηρεσία του λαού του Θεού.
Διαβάζουμε στον περίφημο λόγο του στην Πνύκα, στους μαθητές της Αθήνας, το 1838: «Παιδιά μου να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και τα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας, και καλλίτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τέσσαρους πέντε χρόνους τη νεότητά σας και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθήτε εις τα γράμματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων, και, κατά την παροιμία, μύρια ήξευρε και χίλια μάθανε. Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μην γίνη σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κυττάζη το καλό της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας».
Ο αγράμματος, αλλά βαθιά μορφωμένος Κολοκοτρώνης, βιώνοντας την συνέχεια του Γένους, επαναλαμβάνει την ρήση του μεγάλου Περικλή προς τους αρχαίους Αθηναίους: « Καλώς μεν φερόμενος ανήρ το καθ’ εαυτόν, διαφθειρομένης της πατρίδος, ουδέν ήσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχών δε εν ευτυχούση, πολλώ μάλλον διασώζεται». (Θουκυδίδης, 2, 60-3). Δηλαδή, σε ελεύθερη μετάφραση: «Αν προοδεύει η πατρίδα σου, προοδεύεις και εσύ. Αν καταστραφεί η πατρίδα, και προκομμένος να είσαι, θα βουλιάξεις και θα χαθείς μαζί της». Και, ας προσέξουμε, η μόνη σκλαβιά που μας αρμόζει, λέει ο Κολοκοτρώνης, είναι στα γράμματα. Σε ποια όμως γράμματα;
«Στα γράμματα που διαβάζουνε οι αγράμματοι κι αγιάζουνε» (Ελύτης), τα γράμματα των Πατέρων, των αγίων, των μεγάλων φιλοσόφων της αρχαιότητας, τους οποίους ζωγράφιζε η Εκκλησία μας στους νάρθηκες.
...Ανέφερα την Μπουμπουλίνα. Τι ήταν αυτές οι μάνες του Εικοσιένα; τι λιοντάρια τράνευαν; Αγίες μάνες.
Το ’21 η μάνα αφήνει τη λάτρα του σπιτιού και το μεγάλωμα των παιδιών και ζώνεται τ’ άρματα. «Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια». Μία από αυτές η περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα και μάνα ηρώων. Συνελήφθη, κατά την καταστροφή της Νάουσας, τον Απρίλιο του 1822 και οδηγήθηκε, μαζί με πλήθος αιχμάλωτα γυναικόπαιδα στην Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε να αλλαξοπιστήσει. Αρνήθηκε. «Γι’ αυτό», γράφει ο αυτόπτης Γάλλος Πουκεβίλ στην ιστορία του «εβύθισαν εντός σάκκου, τον οποίον είχαν γεμίσει με όφεις, την σύζυγο του οπλαρχηγού Καρατάσου. Ο Αβδούλ Λουμπούτ ήλπιζεν ότι ο θάνατός της, θα επήρχετο κατόπιν φρικτών πόνων και βασάνων. Αλλά αι πληγαί πλήθους εχιδνών έχυσαν τόσον δηλητήριον εις τας φλέβας της μάρτυρος, ώστε περιέπεσεν εις λήθαργον και απέθανεν ανωδύνως, λυτρωθείσα ούτω των δημίων της, υπέρ των οποίων δεν έπαυσεν να προσεύχεται θερμώς, επικαλούμενη το όνομα του Θεού και της Παναγίας μέχρι της τελευταίας ώρας. Ούτως απέθνησκον αι χριστιαναί γυναίκες». Εδώ, και δεν κάνω λάθος, διαβάζουμε συναξάρι νεομάρτυρος.
Στην αρχή των Απομνημονευμάτων του, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, διηγείται το πώς σώθηκε ο ίδιος και η φαμελιά του από τους Τούρκους του Αλήπασα. «Γκιζερούσαν δεκαοχτώ ημέρες εις τα δάση κι έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα», γράφει. Θέλησαν να περάσουν ένα γεφύρι που το «φύλαγαν οι Τούρκοι» και για να μην κλάψει ο νεογέννητος Μακρυγιάννης και «χαθούνε όλοι», τον άφησαν στο δάσος. «Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέει: «Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση», τους είπε «περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε… το παίρνω κι αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνουμε». Νίκησε το ανίκητο μητρικό ένστικτο. Και, γράφει ο πολύπαθος αγωνιστής, «η μητέρα μου και ο Θεός μας έσωσε».
Και ήταν πολύτεκνες οι μάνες του ’21. Οι ελευθερωτές μας, στην πλειονότητά τους, ανήκαν σε πολυμελείς οικογένειες ή ήταν οι ίδιοι πολύτεκνοι. Όπως λόγου χάρη οι δυο μεγάλες πολιτικές μορφές του Αγώνα, ο Υψηλάντης και ο Καποδίστριας. Μάλιστα ο Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος, είχε 8 αδέρφια. Αλλά κι ο Δεληγιάννης είχε 8 παιδιά. Μάλιστα το Δεληγιανναίικο δέντρο ήταν πολύκλαδο. Το ίδιο κι οι πολέμαρχοι, είχαν ή προέρχονταν από πολυπληθείς οικογένειες. Ο αρχιστράτηγος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, είχε 12 αδέρφια. Πριν ξεσπάσει η Επανάσταση το Κολοκοτρωναίικο ασκέρι, αδέρφια και ξαδέρφια, μπαμπάδες κι ανήψια, έφτασε τους 150 νοματαίους!150 νοματαίοι από την Κολοκοτρωναίικη φύτρα είχαν πάρει τα όπλα με αρχηγό το Γέρο του Μοριά, το Θοδωράκη Κολοκοτρώνη.
Κι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης Ανδρούτσος, πολυφαμελίτης ήταν κι εκείνος. Είχε 5 παιδιά. Το ίδιο πολυφαμελίτης, και μάλιστα υπερπολύτεκνος με 8 παιδιά, ήταν κι ο Πανουργιάς. Ενώ ο στρατηγός Μακρυγιάννης ήταν υπερπολύτεκνος με 12 παιδιά! Ο Εμμανουήλ Παπάς, ο Μακεδόνας ήρωας, είχε 11 παιδιά, τα περισσότερα σκοτώθηκαν στην Αγώνα. Σε κάθε μεγάλη μάχη και από ένα. Η Δόμνα Βισβίζη, η αρχόντισσα, η καπετάνισσα της Θράκης είχε 5 παιδιά, που τα μεγάλωνε με μπαρούτι, στο καράβι του γενναίου άντρα της, του «φιλογενέστατου» Αντώνη, που σκοτώθηκε. Συνέχισε τους αγώνες η Δόμνα.
Πολύτεκνοι ήταν και οι μεγάλοι ναυμάχοι, ο Μιαούλης, ο Κανάρης. Ο Ναύαρχος Μιαούλης είχε 5 παιδιά. Ο Κωνσταντής Κανάρης, ο μπουρλοτιέρης, που έσκιαζε τα τότε «Ουρούτς και Τσεσμέ», ήταν πατέρας 7 παιδιών.
Από πολύτεκνες οικογένειες προέρχονταν και οι κληρικοί που πότισαν με το τίμιο αίμα τους το δέντρο της Λευτεριάς: ο Παπαφλέσσας και ο Διάκος. Ο ήρωας της μεγάλης μάχης στο Μανιάκι, που θαύμασε και τίμησε το νεκρό του, ο ίδιος ο Ιμπραήμ πασάς, ο Παπαφλέσσας, είχε 18 αδέρφια. Κι ο Διάκος, ο ήρωας της Αλαμάνας, 12. Ναι, αυτές τις μάνες, τις μεγαλόψυχες, τις μνημονεύει ευλαβικά ο εθνικός μας ποιητής: «Ψυχή μεγάλη και γλυκιά/ μετά χαράς στο λέω:/ Θαυμάζω τις γυναίκες μας/και στ’ όνομά τους μνέω».
Τελευταία άφησα την καπετάνισσα, την Μπουμπουλίνα. Είχε έξι παιδιά. Δεν ξέρεις τι να πρωτοπαινέψεις!! Την ίδια, τους ήρωες άντρες της ή τα παιδιά της. Ας αφήσουμε την Μπουμπουλίνα, να μας τα πει:
«Έχασα τον σύζυγό μου. Ευλογητός ο Θεός! Ο μεγαλύτερος γιος μου σκοτώθηκε με το όπλο στο χέρι. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος γιος μου, δεκατετραετής την ηλικία, μάχεται μαζί με τους Έλληνες και πιθανώς να βρει ένδοξο θάνατο. Ευλογητός ο Θεός! Υπό την σκιά του σταυρού θα χυθεί επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσουμε ή θα παύσουμε να ζούμε. Θα έχουμε όμως την παρηγοριά ότι δεν αφήσαμε πίσω μας δούλους Έλληνες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου