Του Σεβ. Μητροπολίτη Γουμενίσσης κ. Δημητρίου
Γνωρίζω, ὅλοι τό γνωρίζουμε ὅτι (ἐπηρεασμένοι ἀπό εἰσαχθέντα παράκαιρα ἀντιθρησκευτικά κηρύγματα τοῦ ἀκραίου μεταδιαφωτισμοῦ) ἡ νεοελληνική κοινωνία καί ἰδίως οἱ δυτικοτραφεῖς μορφωμένοι μας καλλιεργοῦν μιάν ἔντονη ἐφεκτικότητα ἀπέναντι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δηλ. στή μόνη ὑπαρκτή, ἀληθινή καί γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ μας. Μάλιστα, ἀκόμη καί σήμερα, ὅσοι μιλοῦν γιά Ὀρθοδοξία, ἀμπελοφιλοσοφοῦν.
Τήν ἐννοοῦν
ὡς περίφημη ἰδέα, ὡς θαυμάσια ἔθιμα, ὡς περισπούδαστο πολιτιστικό ἀγαθό,
ὡς κτίσματα καί μορφές λαμπρῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας, ὡς
ὑπολογίσιμο ὑπόλειμμα λαϊκῆς θρησκευτικότητος, ὡς κλειστό χῶρο
ἐπικυριαρχίας τοῦ “μεσαιωνίζοντος” κλήρου, ὡς ἐμπορεύσιμο ἐθνικό
σύνθημα, ὡς μοχλό παρεμβάσεως στό Βαλκανικό, Διαχριστιανικό καί
Διαθρησκευτικό χῶρο. Μέ ἄλλα λόγια, ἀξιολογοῦν τή χρηστική καί
διαχειρίσιμη ἀξία της.
Ἀρκετοί ἕως πολλοί φορεῖς τῶν τεσσάρων ἐξουσιῶν (ἐν αἷς καί οἱ τῆς τετάρτης λεγομένης “ὑπερεξουσίας”) μέ μιάν πουριτανική θεώρηση τῆς χρησιμότητός της καί μιά ἐθνικιστική κατάφαση τῆς παρουσίας της ἁπλῶς ἀνέχονται τήν Ἐκκλησία ὡς Ν.Π.Δ.Δ. καί σαφῶς τήν διαχωρίζουν ἀπό τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Τήν ἀποδέχονται περίπου σάν κάποιο κληρονομημένο θρησκειακό ἰδεολόγημα ἤ σάν μιά κοινωνικοθεσμική ὀντότητα (ὅ,τι λιγότερο θά μποροῦσαν νά φαντασθοῦν) καί ἔτσι ἀπορρίπτουν ἐμμέσως καί ἀμέσως τό ἀληθινό θεανθρώπινο ἱστορικό σῶμα τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καί ζωῆς.
***
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, κλῆρος καί πιστοί, γινόμεθα μάρτυρες μιᾶς ἀπροκάλυπτα-συγκαλυμμένης ἀπορρίψεως, ἐν ὀνόματι τῆς πανδημίας, γιά τήν ὁποία εὐθύνονται καί μερικοί ἐπιστήμονες ὑπό τό ἄγχος ἀνεπάρκειας τοῦ λειτουργήματός τους, μέσα σέ μεταλλασσόμενες πολιτειακές φόρμες ὑπό τήν πίεση τοῦ ἀδυσώπητου οἰκονομικοῦ παράγοντα καί τήν ἀπειλή τῆς εἰσοδηματικῆς λιμαγχονίας.
Μεθοδεύεται λοιπόν σάν ἀποτελεσματικότερη πρακτική λύση ἀπέναντι στήν πανδημία ἡ διασπορά ἀκόμη καί τῆς στοιχειωδέστερης ἐλευθερίας· ὄχι τῆς ἀσυδοσίας καί ἐλευθεριότητας, ἀλλά τῆς παραμικρῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας.
Ἀπό προσωπική βιωματική λήθη καί ἄγνοια καί ἀμεθεξία καί ἀπειρία, παρορᾶται ἤ καί ἐκπολεμεῖται ἡ ἐμβιωμένη πείρα αἰώνων τῆς ρωμηοσύνης· καί ὡς πρός αὐτό συγκλίνουν οἱ πλείονες τῆς ἐγγειοπνιγμένης βιωματικότητας.
Ὄχι ὅτι καταφάσκουν τή ζωή, πού εἶναι πανανθρώπινα μεθέξιμο καί ὑπερασπίσιμο δῶρο, πολλαπλάσια πολυτιμότερο ἄν τό ἀναλογισθοῦμε ὡς δῶρο Θεοῦ καί χρονοχῶρο ἐνάσκησης τῆς διανθρώπινης καί τῆς θείας μεθέξεως.
Ἀλλά καταφάσκουν μόνο τά ἁπτά καί ἐπιμηκύνσιμα ὅρια τῆς ζωῆς (κάτι εὐλογημένο καί ὡραῖο), δίχως τή θέα τῶν ἐπέκεινα, δίχως τήν πείρα τῆς αἰωνικῆς κι ἄφθαρτης χριστοποίησης, ἔξω ἀπό αὐτήν τή θεόκτιστη φυσική ἀτέλεστη τελειότητα.
Ἄλλοτε ὁ ἀπεγνωσμένος κόσμος (χωρίς βεβαίως τή σημερινή ἐπιστημοσύνη καί διαθέσιμη πρόοδο) στήν ἔσχατη ἀπόγνωσή του ἀνέσυρε ἀπό τήν κοινή ἐκκλησιαστική συνείδηση ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Κτίστης καί Σωτήρας, ὁ Δημιουργός καί Ζωοδότης, ὁ Ζωοποιός καί Σωτήρας, ὁ Λυτρωτής καί Θεουργικός.
Ἐκεῖνος βεβαίωσε «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε΄, 5). Ἐκτός ἀπό τήν καθολική ὀδύνη τοῦ πανδημικοῦ θανάτου (καί τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου γενικά, ἀνά τούς αἰῶνες), ὑπῆρξαν ἐπί μέρους ἀνέλπιστες ἱστορικές ἐμβιώσεις διάσωσης πληθυσμῶν μέ τήν συλλογική καταφυγή στό Θεό διά λιτανειῶν, ἀγρυπνιῶν καί λειτουργιῶν, πού τόσο ἀπεχθάνονται οἱ εὐλογημένοι, πλήν μονοδιάστατοι τωρινοί “λυτρωτές”.
Κι ἄν ὑπάρχει ἄγνοια τόσων θαυμασίων μ.Χ. συμβάντων, τουλάχιστον τό κοινολογούμενο “σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει” τῶν ἀρχαίων, σήμερα ἀκρωτηριάζεται ὡς “μόνην χεῖρα κίνει”· κι αὐτό τελικά ἀποδεικνύεται ἀνεπαρκές νά ἐκθρέψει τίς ψυχολογικές ἀντιστάσεις τοῦ λαοῦ καί τῶν ἰδίων τῶν ἐπιστημόνων.
Ἔχουμε διαδικτυακά ἀναγραμμένα καί τεκμηριωμένα ἱστορικά συμβάντα ὅπου ὁ λαός ἔδινε τήν ἀπεγνωσμένη καρδιά του προσευχόμενος στό Θεό καί τούς Ἁγίους, καί τό θαῦμα ἐπιτελοῦνταν.
Ὁ Θεός ἔδωσε τή λύση ἐκεῖ ὅπου λύση ἀνθρωπίνως δέν ξεπρόβαλε. Κι αὐτό ἦταν συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρωπίνων, ὅπως ἀκριβῶς τό συνεπιτελοῦμε στήν ἐκκλησιαστική ζωή.
Τουναντίον σήμερα, στό ὄνομα ὑποτίθεται τῶν ἀνθρωπίνων, θεσμοθετεῖται μιά κάθετη τομή ἀποχωρισμοῦ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα Θεοῦ καί ἀνθρωπίνων.
Βιώνουμε μιάν ἐπικαιροποίηση ἐκείνου τοῦ φιλοσοφικοῦ Ἀρειανισμοῦ σέ ἀνθρωπολογική ἔκδοση.
Καί προσδοκῶνται λύσεις μέσα ἀπό τήν κατάλυση τῆς στοιχειωδέστερης καί οὐσιωδέστερης σχέσης μας μέ τόν ἐνανθρωπισμένο Θεό τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.
Σέ ἕνα τέτοιο
καθεστώς πεποιθήσεων καί νοοτροπίας, ποῦ καί πῶς νά γίνει συναγερμός
πίστης καί μετάνοιας καί ἔμπονης προσευχῆς, ὥστε νά τελεσφορήσουν “τά
κρείττονα”, μέσα ἀπό “τά ἐχόμενα σωτηρίας”;
Τίθεται λοιπόν δημοσίως ἕνα ἐπίμονο βασανιστικό γιά μᾶς κοινωνικο-δομικό ἐρώτημα:
Οἱ πολιτειακοί μας φορεῖς, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς τους, ἔχουν τή θεσμική εὐχέρεια νά ἐκφράσουν τή σύγχρονη νεοελληνική πεμπτουσία ὡς πολιτιστική συνεισφορά στόν Εὐρωπαϊκό πλουραλισμό.
Ἀλλά μέ τέτοια ἀντίληψη γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόση ἄγνοια γιά τήν Ἐκκλησία, πῶς θά ἐκφράσουν τόν ψυχισμό τοῦ λαοῦ μας καί τήν ψυχή τῆς παραδόσεώς μας, πού εἶναι βαθειά, ἀδιαίρετα καί ἀσύγχυτα ἑλληνορθόδοξη;
Ἐκπροσωποῦν
ἄραγε τήν οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τῆς ἰδιοσυστασίας τῆς κοινωνίας
μας ἤ τουναντίον τήν προδίδουν καί τήν παραλλάσσουν καί τήν μεταποιοῦν
ὡς θιασῶτες ἀλλοτρίου πνεύματος;
Δέν ἐπιμερίζω
σ᾽ αὐτούς μεγαλύτερη εὐθύνη ἀπ’ ὅ,τι στούς “φραγκολεβαντίνους”
διαφωτιστές τοῦ ἑλληνικοῦ κρατιδίου μας, καί σέ μᾶς, βέβαια, τούς
ποιμένες. Εἴτε τό θέλουμε εἴτε μή, Ἑλληνισμός δίχα ὀρθόδοξης
ἐκκλησιαστικῆς ψυχῆς δέν ὑφίσταται.
***
Ὀφείλω, ὅμως,
νά καταγγείλω τίς πλάνες πού σκοτίζουν τόσες συνειδήσεις συνελλήνων, μή
τυχόν ἀναθεωρήσουμε ὅλοι τίς ἐσφαλμένες θεωρήσεις καί συνέλθουμε σάν
λαός καί κοινωνικό σῶμα:
— εἶναι ψέμα
ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἀποτελεῖ θρησκευτική ἐπινόηση καί ἰδεολογία (1)·
Χριστιανισμός εἶναι τό σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία, μιά
πραγματικότητα πέρα ὥς πέρα ἐμπειρική, ἁπτή, ἱστορική συνάμα καί
ὑπέρ–ιστορική, θεϊκή καί ἀνθρώπινη ὡς θεανθρώπινη·
— πλανῶνται
ὅσοι ἐπικαλοῦνται ποικίλες ἐκδοχές περί Ὀρθοδοξίας· μία καί μόνη
ὑπάρχει: ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία, πού ζεῖ τόσους αἰῶνες καί θά
ὑπάρχει πέραν τῶν αἰώνων καί ἐμπεριέχει καί σώζει τήν ἱστορική σάρκα τοῦ
Ἑλληνισμοῦ· δέν εἶναι ἰδιοκτησία ἤ δικαιοδοσία οὔτε ἡμῶν τῶν Κληρικῶν
οὔτε κανενός ἄλλου· δέν μᾶς ἀνήκει, ἀλλά τῆς ἀνήκουμε· οὔτε σώζεται ἀπό
τόν πουριτανισμό μας οὔτε χάνεται ἀπό τήν κακοήθη μικρότητά μας·
— αὐτό πού
εἶναι, καί αὐτό πού ἔχει νά προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο δέν εἶναι
κάποιες ἐγκόσμιες ἠθικές ἀρχές οὔτε κάποιες μεταφυσικές ἰδέες· ἡ
Ἐκκλησία εἶναι, ἔχει καί προσφέρει τήν ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τήν
μοναδική ὁδό θεοκοινωνίας καί θεουργίας, μέ τόν σαφή ρεαλισμό τῆς
ἀσκήσεωςς (2) ὅλων τῶν ἀπ’ αἰῶνος θεωμένων καί σωσμένων μελῶν μιᾶς
ἱστορικῆς κοινότητος πού ἀγκαλιάζει Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί θά
ἐκτείνεται πέραν τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, μυστήριο
Χάριτος καί ἱστορία γεγονότων, καί οἱ φορεῖς κι ἐκφραστές της
συναποτελοῦν τήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας (3).
Ἐπιτρέψτε μου, νά ὑποκύψω στόν πειρασμό μιᾶς ἀπολογητικῆς, χάριν ὑμῶν καί χάριν τοῦ κόσμου: αὐτή ἀκριβῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ἐν Ἑλλάδι καί ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, ἀποδεικνύει μέ τεκμηριωμένη μαρτυρία σέ κάθε ἐποχή τόν μοναδικό της θησαυρό, τήν ἱστορική καί πραγματική θεο–εμπειρία της.
Τεκμήριά της εἶναι οἱ ἱστορικῶς ὑπαρκτοί καί ἐπώνυμοι προφῆτες, ἀπόστολοι, ἱεράρχες, μάρτυρες, ὅσιοι καί δίκαιοι, οἱ Σωφρόνιοι, Ἰάκωβοι, Πορφύριοι, Παΐσιοι Ἰωσήφ, Ἀμφιλόχιοι, Ἐφραίμιοι κάθε ἐποχῆς.
Αὐτοί εἶναι
οἱ (ἐξ ἡμῶν καί μεθ᾽ ἡμῶν) “πείρᾳ Θεοῦ μεμυημένοι”, ἐμεῖς τό πλήρωμα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος πού ἀποδέχεται καί ἀκολουθεῖ τούς “πείρᾳ
μεμυημένους” (4).
Συναμφότεροι
«εἴμεθα πεπεισμένοι (γιά νά χρησιμοποιήσω τόν ἐξ ἐμπειρίας λόγο ἑνός
συγχρόνου θεόπτου θεολόγου, τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, ἡγουμένου τοῦ Ἔσσεξ)
ὅτι κατά βάθος οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τήν Ἐκκλησίαν, διότι μόνον ἐν Αὐτῇ
εὑρίσκεται ἡ τελεία ὕπαρξις, ἡ κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὕπαρξις,
κατά τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ: “Ἐρωτῶ... ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς Σύ,
Πάτερ, ἐν Ἐμοί κἀγώ ἐν Σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν... Καί ἐγώ τήν
δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν,
ἐγώ ἐν αὐτοῖς, καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν”» (5).
Κληρονόμοι
αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, ἡ ὁποία μεριζομένη καί διανεμομένη οὐδόλως
διαιρεῖται ἤ δαπανᾶται, εἴμεθα οἱ σημερινοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, καί
συγκεκριμένα οἱ ἁπανταχοῦ συνορθόδοξοι καί συνέλληνες.
***
Αὐτήν τήν
κληρονομιά, μέ τήν ὁποία γαλουχήθηκε σύνολος ὁ πολιτισμός μας, δέν
μποροῦμε παρά νά τήν ἐκφράζουμε (ἀκόμη καί ὑποσυνείδητα) στόν τρόπο πού
ἑρμηνεύουμε καί ἀντιμετωπίζουμε τίς προκλήσεις τῆς σύγχρονης ἐποχῆς,
ἔστω κι ἄν ἡ ἐφηβική καί μετεφηβική μας νεωτερικότητα μᾶς ἐξωθεῖ σέ
ἀλλογενεῖς μιμητισμούς.
Ἄλλωστε αὐτός
ὁ ἀφελής καί παρενθουσιώδης “ἐφηβισμός” συνιστᾶ τήν πρωτογενή αἰτία
ταχείας διασπορᾶς τοῦ κορωνοϊοῦ. Πόσο δίκαιο εἶχε παιδίατρος ἀπό τό
Κιλκίς ὅταν σέ τελευταῖο ἑρμηνευτικό του ἄρθρο στήν ἐφημερίδα “Εἰδήσεις”
τόνιζε τήν “ψυχολογία ἐφηβισμοῦ” τοῦ σύγχρονου Ἑλληνισμοῦ, πού ἐξαρχῆς
καί ὅλο τό χρόνο δέν θέλησε νά αὐτοπροστατεύεται, ἀλλά διαδικτυακά κλπ
τήν θεωροῦσε σάν μιά ἁπλή γρίπη· καί ἀποδίδει εὐθύνες στήν Κυβέρνηση πού
δέν μπόρεσε (ἄν μποροῦσε) νά ἀλλάξει αὐτήν τή νοοτροπία.
Δυστυχῶς καί οἱ ἐπαΐοντες, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά γνωρίζουν τήν ἱστορία καί τόν πολιτισμό αὐτῆς τῆς χώρας καί νά τούς σέβονται ἀπόλυτα, αἰχμαλωτίζουν τούς πιστούς στά σπίτια τους, κλείνοντας τίς ἐκκλησιές καί ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ πανδημία ἐνδέχεται νά διασπαρεῖ μέ τό ἄνοιγμα τῶν ἐκκλησιῶν καί αἰτιῶνται τόν ἑορτασμό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στή Θεσσαλονίκη.
Δέν τολμοῦν
νά ἐπιμερίσουν τίς πραγματικές αἰτίες στόν τουρισμό καί τίς οἰκονομικές
του παραμέτρους, οὔτε στούς θιασῶτες τοῦ ποδοσφαίρου καί τῶν cazino,
οὔτε στίς φορτισμένες συνάξεις σέ Δικαστήρια καί στό Πολυτεχνεῖο, οὔτε
στίς μετακινήσεις ἐντός καί ἐκτός νομῶν, κυρίως τῶν νέων χάριν
διασκέδασης στίς πλατείες, στίς καφετέριες καί στίς ἀπαραίτητες ροές
προμηθειῶν στά πολυκαταστήματα.
Μέ τέτοιες
ἀντιλήψεις ἄγνοιας καί εὔκολου καταλογισμοῦ στήν ψυχή τῆς ψυχῆς μας,
στόν ἐκκλησιασμό καί τίς λιτανεῖες, μᾶλλον σάν ὀργανωμένη κοινωνία καί
πολιτειακοί ἐσμοί καί θεσμοί (τελικά καί σάν λαός) θά ἀργήσουμε πολύ νά
παλέψουμε μέ αὐτοσυγκράτηση καί αὐτοθυσία αὐτήν τήν πανδημική ὀργή πού
μᾶς καταπλήγωσε στό ὑπέρτατο ἀγαθό μας: τήν ἐπιβίωση, τήν ἀγωνία
ἀναμέτρησης μέ τό θάνατο καί τή φθορά.
Ὅμως, δίχως τήν αὐτοπροσδιοριστική ἀξιοπρέπεια τῆς πίστης (πού μᾶς κράτησε ἐπιζῶντες καί ζῶντες καί δημιουργικούς στήν “πανδημία” τῆς ἀφόρητης μακραίωνης δουλείας) πῶς νά διαθέσουμε καί νά προβάλουμε “εὐρωπαϊκές συμμετοχές” μέ συγκεκριμένες προτάσεις, κριτικές ἤ καί διαμορφωτικές παρεμβάσεις στό πολυ–πολιτισμικό γίγνεσθαι τῆς Εὐρώπης καί εὐρύτερα τοῦ κόσμου;
Παραπομπές:
1. Βλ.
Ἰακώβου Μάϊνα “Τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα”, μελέτη στό συλλογικό
τόμο Μαρτυρία Ὀρθοδοξίας, Ἀθήνα: Βιβλιοπωλεῖο “Ἑστίας”, 1971, σσ. 53
ἑξ., ὅπου καί συνοψίζεται ἱστορικο–θεολογικά ἡ κρινομένη ἐκδοχή τοῦ
“ἀπεκκλησιοποιημένου” χριστιανισμοῦ στά πλαίσια τῆς δυτικῆς
χριστιανοσύνης· Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης Διονυσίου (†)
“Πατροπαράδοτον σέβας” (ὁμιλία στήν ἑορτή τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας
λεχθεῖσα στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν, 20 Φεβρουαρίου 1998), ἀνάτ.
περ. Ἐκκλησία, σσ. 11 ἑξ.· τοῦ αὐτοῦ “Ὀρθοδοξία καί Εὐρωπαϊκή Κοινότητα”
(ὁμιλία στούς Ἀξιωματικούς τοῦ Α΄ Σώματος Στρατοῦ, 1 Μαρτίου 1990),
Κοζάνη 1990, σσ. 14 ἑξ.· Νίκου Ἀ. Ματσούκα “Ὀρθοδοξία καί αἵρεση στούς
ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τοῦ Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ αἰώνα”, Θεσσαλονίκη:
Πουρνάρας, 1992β.
2. Βλ. Στ. Γ.
Παπαδοπούλου, “Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός, Πορεία στήν τρίτη χιλιετία”,
Ἀθήνα: Παρουσία, 1996, σ. 38, ἔνθα καί σημαντικότατες ἐπισημάνσεις γιά
τήν ἐν τοῖς πράγμασι “διαλεκτική” μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου ἐμπειρίας καί τῆς
εὐσεβιστικῆς–ἠθικιστικῆς–κοινωνιστικῆς ἐκπτώσεως τῆς δυτικῆς
χριστιανοσύνης.
3. Νίκου Ἀ.
Ματσούκα, ἔνθ. ἀν., σ. 8: «... ἀνάμεσα σέ δραματικές ἐντάσεις καί στό
θρίαμβο, ἤ ἀκόμη καί στήν κακοήθεια, τῶν γεγονότων προβάλλει ἡ πορεία
τῆς θείας οἰκονομίας: πατριάρχες, κριτές, βασιλιάδες, ἱερεῖς, προφῆτες, ὁ
ἄσαρκος Λόγος, ὁ σαρκωμένος Λόγος, ἀπόστολοι, ἐπίσκοποι, ἅγιοι, λαός
ὅλα σέ μιά ἱστορική κοινότητα ἑνός σώματος. Κι ὅλο τοῦτο τό σῶμα μετέχει
θεραπευτικά στήν ἀποκάλυψη, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά οἱ
θεοφάνειες στήν κτίση καί στήν ἱστορία».
4.
Παρ᾽ ἀρχιμ. Ἱεροθέῳ Βλάχῳ (νῦν Μητροπολίτῃ Ναυπάκτου) “Τό Συνοδικόν τῆς
Ὀρθοδοξίας”, περ. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, τ. 733 (1990) σ. 500.
5. Ἀρχιμ. (Ἁγίου) Σωφρονίου (Σαχάρωφ), “Ἄσκησις καί Θεωρία”, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1996, σ. 161.
Πηγές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου