Ἦχος α’.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη, όταν το Βυζάντιο κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία, ο Ιουλιανός πέρασε με τον στρατό του από την Καισάρεια. Τότε διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να δώσουν ό,τι είχε ο καθένας, χρυσαφικά, νομίσματα κ.ά. Όμως ο Ιουλιανός σκοτώθηκε άδοξα σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες και έτσι δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια. Τότε ο Άγιος Βασίλης έδωσε εντολή από τα μαζεμένα χρυσαφικά τα μισά να δοθούν στους φτωχούς. Ένα μικρό μέρος κράτησε για τις ανάγκες των ιδρυμάτων της Βασιλειάδος, ενώ τα υπόλοιπα τα μοίρασε στους κατοίκους με ένα πρωτότυπο τρόπο: Έδωσε εντολή να ζυμώσουν ψωμιά και σε κάθε ψωμί έβαλε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό μέσα. Κατόπιν τα μοίρασε στα σπίτια. Οι κάτοικοι τρώγοντας τα ψωμιά όλο και κάτι έβρισκαν μέσα. Έτσι, γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε βασιλόπιτα.
«... τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας». Με τη φράση αυτή, το απολυτίκιο τονίζει την κοινωνική προσφορά του Αγίου Βασιλείου, που με τη θεία διδασκαλία του στόλισε με αρετές τα ήθη και τη ζωή των ανθρώπων.