Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.
Ο Ανδρέας, μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή, υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα που βρίσκονταν στις όχθες του Ιορδάνη, ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε: «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Οι δύο απλοϊκοί ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη, άφησαν αμέσως τον δάσκαλό τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.